- προσθηκῶν
- προσθήκηadditionfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
προσθήκη — η, ΝΜΑ [προστίθημι] 1. πρόσθεση, προσάρτηση (α. «θα κάνω μία προσθήκη στο κείμενο» β. «ἐν προσθήκης μέρει» με τη μορφή παραρτήματος, Πλάτ. γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» ήταν είδος προσθήκης, Διον. Αλ.) 2. συμπλήρωση, επαύξηση 3. το μέρος που… … Dictionary of Greek
Αιμυαλών, μονή — Γυναικείο ησυχαστήριο του νομού Αρκαδίας, κοντά στη Δημητσάνα, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλόπολης. Ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αι. Το καθολικό, αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου, βρίσκεται μέσα σε σπήλαιο και έχει… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Κάσον, Λιούις Τόμας — (Sir Lewis Thomas Casson, Μπίρκενχεντ 1875 – 1969). Βρετανός ηθοποιός και παραγωγός του θεάτρου. Από το 1903 εργάστηκε ως επαγγελματίας ηθοποιός σε διάφορα θέατρα στο Λονδίνο, στο Μάντσεστερ και στις ΗΠΑ. Με ιδιαίτερη προτίμηση στο δραματικό… … Dictionary of Greek
Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… … Dictionary of Greek
ДИМИТРАКОПУЛОС — [греч. Ϫη μητρακόπουλος] Андроник (в миру Андрей; 1.03.1826, Синеврон, совр. ном Ахея, Греция 21.10.1872, Лейпциг, Германия), архим., церковный историк, патролог, византинист. В 1838 г. поступил в мон рь св. архангелов Михаила и Гавриила,… … Православная энциклопедия